- συμβούλομαι
- συμβούλομαιwillpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβούλομαι — Α θέλω κι εγώ, επιθυμώ κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βούλομαι «επιθυμώ»] … Dictionary of Greek
ξυμβούλου — συμβούλομαι will pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συμβούλομαι will imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβόλου — συμβούλομαι will pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric) συμβούλομαι will imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλομένων — συμβούλομαι will pres part mp fem gen pl συμβούλομαι will pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλόμενον — συμβούλομαι will pres part mp masc acc sg συμβούλομαι will pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουληθείη — συμβούλομαι will aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουληθῆναι — συμβούλομαι will aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουληθέντες — συμβούλομαι will aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουληθέντων — συμβούλομαι will aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλομένης — συμβούλομαι will pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)